μνηστή

μνηστή
η невеста

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μνηστή" в других словарях:

  • μνήστη — μνήστη, ἡ (Μ) βλ. μνηστός …   Dictionary of Greek

  • μνηστή — η (ΑΜ μνηστή) αυτή που έχει δεσμευτεί με κάποιον με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιαστικιά μσν. αρχ. θηλ. τού μνηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. μνηστός] …   Dictionary of Greek

  • μνηστή — η η αρραβωνιαστικιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μνηστῇ — μνηστός wooed and won fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνηστή — μνηστός wooed and won fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνηστός — μνηστός, ή, όν (ΑΜ, Μ θηλ. και μνήστη) 1. αυτός που έχει μνηστευθεί 2. αυτός που είναι νόμιμα παντρεμένος μσν. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μνηστός μνηστήρας, αρραβωνιαστικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μνηστή και μνήστη αρραβωνιαστικιά αρχ. αυτός που αξίζει να …   Dictionary of Greek

  • оброученица — ОБРОУЧЕНИЦ|А (41), Ѣ ( А) с. Невеста, обрученная: Чьтьць аще съ своѥю обрѹченицею прѣже брака съвъкѹпитьсѧ. лѣто праздьнъ бывъ. на почитаниѥ при˫атъ бѹдеть. (τῇ ἑαυτοῦ μνηστῇ) КЕ XII, 195б; ни оц҃а же моѥго или бра(т) моѥго обрѹченицю не имамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… …   Dictionary of Greek

  • оброученыи — (40) прич. страд. прош. 1. Прич. страд. прош. к обрѹчити в 1 знач.: Аще обрѹчена дв҃ца. въсхыщена будеть ѿ другаго. перьвому да вдана будеть. ΚΡ 1284, 62а; Иѹли˫ании мч҃ца бѣ прi максими˫анѣ ц(с)ри... ѡбрѹцена же бывъши ѥлеѹсевiю сѹнклитикѹ. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»